παραπαχαίνω

παραπαχαίνω
(αόρ. (ε)παραπάχυνα) 1. μετ. перекармливать, кормить до ожирения;
2. αμετ. полнеть, толстеть; жиреть (тж. о животных); заплывать жиром (о животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραπαχαίνω" в других словарях:

  • παραπαχαίνω — 1. κάνω κάποιον υπερβολικά παχύ 2. γίνομαι περισσότερο από το κανονικό παχύς …   Dictionary of Greek

  • παραπαχαίνω — παραπάχυνα 1. μτβ., κάνω κάτι πολύ παχύ: Το παραπαχύναμε τ αρνί. 2. αμτβ., γίνομαι υπερβολικά παχύς: Παραπάχυνες από τότε που έκοψες το τσιγάρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερπαχύνομαι — ὑπερπαχύνομαι ΝΜΑ [παχύνω] είμαι ή γίνομαι υπέρμετρα παχύς, παραπαχαίνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»